ἀλλοφρονέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀλλοφρονέω - ἀλλοφρονῶ
- η σκέψη μου είναι αλλού, δεν δίνω σημασία στο επί τάπητος ζήτημα
- παραφρονώ