ἀμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄν μή

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

ἀμή εναντιωματικός σύνδεσμος

  1. αλλά, συνώνυμο του μά
  2. ειδεμή, αλλιώς
  3. μήπως

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]