ἀμιράλις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀμιράλις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀμιράλις αρσενικό
- (ναυτικός όρος) ο αρχηγός του στόλου, ναύαρχος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀμιράλις σελ.329 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)