ἀμύμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμύμων < ἀ- στερητικό + μῶμος, με κώφωση του ω σε υ

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀμύμων -ων -ον

  • αψεγάδιαστος (τυπικό επίθετο στον Όμηρο που συνοδεύει ονόματα ανθρώπων από βασιλική γενιά)