ἀναισχυντέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀναισχυντέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀναισχυντέω / ἀναισχυντῶ
- είμαι αναίσχυντος, συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, απρεπώς
- είμαι αναιδής, αυθάδης
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 707-708
- τί ἂν οὖν εἴποι πρὸς ταῦτά τις, ὅτε | τοιαῦτα ποιῶν ὅδ᾽ ἀναισχυντεῖ;
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 707-708
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις αἰσχύνω και αἶσχος
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀναισχυντέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναισχυντέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.