ἀνακοινόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀνακοινόω - ἀνακοινῶ (συνηρημένο)
- ανακοινώνω, καθιστώ κάτι γνωστό και σε άλλους, κοινοποιώ
- επικοινωνώ
- μοιράζομαι με κάποιον κάτι δικό μου
- κάτι ενώνεται, επικοινωνεί με κάτι άλλο, π.χ. τα νερά του ποταμού
- ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ
- συμβουλεύομαι
- ἀνακοινοῦσθαί τινι