ἀναρρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναρρέω < ἀνά + ῥέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀναρρέω πιθανόν ταυτόσημο με το ἀναρρύω

  1. ρέω ανάποδα από την κανονική ροή, προς τα επάνω
  2. ανασύρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]