ἀντέχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀντέχομαι < μέση φωνή του ρήματος ἀντέχω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀντέχομαι
- κρατάω κάτι μπροστά μου για άμυνα
- στηρίζομαι σε κάτι
- προσκολλούμαι σε κάτι
- είμαι προσηλωμένος, καταπιάνομαι με κάτι