ἀντιβολέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀντιβολέω < ἀντι- + βολέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀντιβολέω - ἀντιβολῶ (συνηρημένο)

  1. συναντώ
  2. παίρνω μέρος
  3. πέφτω στον κλήρο του
  4. (με δοτική) είμαι παρών
  5. (με αιτιατική) ικετεύω κάποιον