ἀπάχτυπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀπάχτυπος (μεσαιωνικά κυπριακά) < ἀπ- + ἄχτυπος (είτε επίθετο, είτε κυπριακός τύπος του χτύπος)
Διαφορετική σημασία για το ἀπόχτυπος, απόκτυπος (ζωηρή συγκίνηση, όπως στο χτύπημα της καρδιάς)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀπάχτυπος

  • (μεσαιωνικά κυπριακά) ήσυχος, αθόρυβος, απάνεμος
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 112, στ. 2 (στίχοι 1-4) @georgakas.lit.auth.gr
    Λαξίδια μου σφαλιστικὰ καὶ στράτες σιγισμένες
    ἀπάχτυπες καὶ μοναχές, ἁπού ’στε μαθημένες
    μέσα στὰ δάση τὰ πυκνὰ ν’ ἀκοῦτε μουλλωμένες,
    πῶς κλαίγω τὲς ἡμέρες μου τὲς πάντα λυπημένες·

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • ἀπάχτυπες (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού θηλυκού γένους)

Συγγενικά

[επεξεργασία]