ἀποθαυμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀποθαυμάζω-θαυμαστῶ (ελληνιστικό ρήμα)
- θαυμάζω πάρα πολύ
ἀποθαυμάζω-θαυμαστῶ (ελληνιστικό ρήμα)