ἀρραβώνιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀρραβώνιασμα < ἀρραβωνιάζω, ἀρραβωνιασ- + -μα < ἀρραβών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀρραβώνιασμα ουδέτερο
- η μνηστεία, ο αρραβώνας, το αρραβώνιασμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἀρρεβώνιασμα & ἀρρεβωνιάσματα (στον πληθυντικό)
- ἀρραβωνιάσματα (στον πληθυντικό)
- ἀρραβώνισμα (< ἀρραβωνίζομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ἀρραβών
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀρραβώνιασμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].