ἀρραβωνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αρραβωνιάζω, ἀρρεβωνιάζω, αρρεβωνιάζω, ἀρραβωνίζω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀρραβωνιάζω < ἀρραβών + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀρραβωνιάζω

  1. δίνω προκαταβολή
    → και δείτε τη λέξη ἀρραβώνα (θηλυκό)
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αρραβωνιάζω, αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι
  3. κάνω γάμο με κάποιον

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

με ἀρραβωνι-

με ἀρρεβωνι- → δείτε τη λέξη ἀρρεβωνιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]