ἀττικίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀττικίζω < Ἀττική
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀττικίζω
- συντάσσομαι με τις απόψεις, τα συμφέροντα των Αθηναίων
- μιλώ, γράφω, έχω την προφορά, το ύφος, την γραφή των Αθηναίων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- το ἀττικόν
- το Ἀττικόν/ἀττικόν σχῆμα (η αττική σύνταξη και ονομαστική αντί κλητικής)
- ο Ἀττικός : ο Αθηναίος
- τα Ἀττικά (γράμματα) : το αττικό αλφάβητο
- ἀττικιστής
- ἀττικισμός
- ἀττικῶς επίρρημα
- ἀττικιστί επίρρημα