ἄγαμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άγαμος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄγαμος τὸ ἄγαμον οἱ, αἱ ἄγαμοι τὰ ἄγαμα
Γενική τοῦ, τῆς ἀγάμου τοῦ ἀγάμου τῶν ἀγάμων τῶν ἀγάμων
Δοτική τῷ, τῇ ἀγάμῳ τῷ ἀγάμῳ τοῖς, ταῖς ἀγάμοις τοῖς ἀγάμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄγαμον τὸ ἄγαμον τοὺς, τὰς ἀγάμους τὰ ἄγαμα
Κλητική ἄγαμε ἄγαμον ἄγαμοι ἄγαμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀγάμω
Γενική-Δοτική ἀγάμοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄγαμος < α- στερητικό και γάμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄγαμος, -ος, ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • "ἀγαμίου δίκη" δίκη άγαμου στην κοινωνία της Σπάρτης