ἄν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ἄν
- δυνητικό, αοριστολογικό και υποθετικό μόριο που αρχικά ήταν επίρρημα και στη συνέχεια έπαιξε το ρόλο συνδέσμου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἐάν
- ἤν
- (ποιητικός τύπος) κεν
- δωρικός τύπος κα