ἐνεργάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐνεργάζομαι < ἐν- + ἐργάζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐνεργάζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. προκαλώ, δημιουργώ
  2. δουλεύω με μισθό

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]