ἐντεροκάρδια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐντεροκάρδια ουδέτερο στον πληθυντικό
- τα σπλάχνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἐγκαρδιοσυκωτοπλέμονα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- ἐντεροκαρδιοσυκωτοφλέγμονα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- ἐντεροσύκωτα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- κοιλάντερα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- → και δείτε τις λέξεις ἔντερο, καρδία και gkm
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐντεροκάρδια - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].