καρδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καρδιά

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρδία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρδία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρδία

  1. (ανατομία) η καρδιά
  2. (προσφώνηση) αγαπητού προσώπου
  3. (μεταφορικά) κεντρικό σημείο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
καρδ- 

Πηγές[επεξεργασία]




Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρδί αἱ καρδίαι
      γενική τῆς καρδίᾱς τῶν καρδιῶν
      δοτική τῇ καρδί ταῖς καρδίαις
    αιτιατική τὴν καρδίᾱν τὰς καρδίᾱς
     κλητική ! καρδί καρδίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρδί
γεν-δοτ τοῖν  καρδίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρδία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱḗr- / *ḱr̥d-. Συγγενή: λατινική cordis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κᾰρδία θηλυκό

  1. (ανατομία) η καρδιά
  2. (ανατομία) το στομάχι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
καρδ- 

Πηγές[επεξεργασία]