κακοκαρδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακοκαρδίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κακοκαρδίζω < κακόκαρδος. Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + καρδ(ιά) + -ίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.ko.kaɾˈði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κο‐καρ‐δί‐ζω

κακοκαρδίζω, αόρ.: κακοκάρδισα, παθ.φωνή: κακοκαρδίζομαι, π.αόρ.: κακοκαρδίστηκα, μτχ.π.π.: κακοκαρδισμένος

  • (οικείο) στενοχωρώ κάποιον π.χ. λέγοντάς του μια άσχημη κουβέντα, μη κάνοντάς του ένα χατίρι
    ※  Τους είχα ανάγκη όλους αυτούς τους ανθρώπους, δεν ήθελα να τους κακοκαρδίσω. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακοκαρδίζω < κακόκαρδ(ος) + -ίζω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + καρδ(ιά) + -ίζω

κακοκαρδίζω

  1. (μεταβατικό) δυσαρεστώ
  2. (αμετάβατο) στενοχωριέμαι
     συνώνυμα: κακοκαρδῶ

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κακός και καρδιά

Αναφορές

[επεξεργασία]