ἐπιβαρύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπιβαρύνω < ἐπί + αρχαία ελληνική βαρύνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐπιβαρύνω
- (ελληνιστική κοινή) πιέζω φορτικά τον εχθρό