ἐπιρρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιρρέω < ἐπι- + ῥέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπιρρέω

  1. χύνομαι κάπου
  2. χύνομαι μέσα
  3. (για πλήθος) μαζεύομαι, συρρέω