ἐρίδματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- ἐρίδμᾱτος: δωρικός τύπος του ἐρίδμητος με αρχή, θέμα που απαντά στο ρήμα δέμω (χτίζω, οικοδομώ) → δείτε τη λέξη ἐρίδμητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐρίδμᾱτος, ος, -ον
- δωρικός τύπος του ἐρίδμητος (ποιητικός τύπος) που είναι γερά χτισμένος, στερεά φτιαγμένος, καλοδομημένος, ανίκητος, απόρθητος, ακατάβλητος
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ἐρίδμᾱτος < ? < με αρχή το δαμάω (δαμάζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐρίδμᾱτος, ος, -ον
- (ποιητικός τύπος) καθυποταγμένος
- ※ ἔρις ἐρίδματος ἀνδρὸς οἰζύς (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 1461
- οργή βαρυσύντυχη και συμφορά (μετάφραση Ιωάννης Γρυπάρης, βικιθήκη)
- ※ ἔρις ἐρίδματος ἀνδρὸς οἰζύς (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 1461
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐρίδματος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρίδματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.