γερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γερά < γερός
Επίρρημα[επεξεργασία]
γερά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τις μαζεύω γερά → δείτε την έκφραση: τρώω ξύλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γερό