ἐρωτοδουλεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐρωτοδουλεία < αρχαία ελληνική ἔρως + δουλεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐρωτοδουλεία θηλυκό
- δουλεία / υποδούλωση / σκλαβιά στον έρωτα
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐρωτοδουλεία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].