ἔρρ' ἐς κόρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἔρρʼ ἐς κόρακας! → δείτε ἔρρ' (ἔρρε), 2ο πρόσωπο ενικού προστακτικής του ἔρρω, ἐς & κόρακας, αιτιατική πληθυντικού του κόραξ. Κυριολεκτικά, «άντε πήγαινε και χάσου στους κόρακες».
Έκφραση[επεξεργασία]
ἔρρʼ ἐς κόρακας!
- άι στον κόρακα, να πας στον κόρακα (άντε χάσου, α στο διάολο)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἐρρέτω ἐς κόρακας (στο τρίτο πρόσωπο: ας πάει στον κόρακα)