ἰσοδαίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἰσοδαίτης ὁ, τοῦ ἰσοδετου (αργότερα και ἰσοδέτης) και ως ουσιαστικό
ἰσοδαίτης ὁ, τοῦ ἰσοδετου (αργότερα και ἰσοδέτης) και ως ουσιαστικό