ἴσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἴσος < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από κοινή ρίζα με τη λέξη εἶδος, ίσως από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ριζα *weyd- που τεκμαίρεται ότι ίσως υπήρξε κάποτε και προς την οποία μπορεί να συνάπτονται οι ελληνικές λέξεις εἶδος, οἶδα και ἵστωρ , το λατινικό video (βλέπω) και το σανσκριτικό veda (γνώση)
Επίθετο
[επεξεργασία]ἴσος,η,ον και ποιητικά ἶσος, ἐΐση ἶσον παραθετικά (με την έννοια κυρίως του δικαιότερου) ἰσαίτερος, ἰσαίτατος
- που έχει το ίδιο μέγεθος, όγκο, ισχύ αλλά και σε παρομοιώσεις, μεταφορές
- τὸ μέγαθος ἴσους, χρῶμα δὲ μέλανας (ίσους στο μέγεθος, αλλά στο χρώμα, μαύρους)
- κύματα ἶσα ὄρεσσιν (Οδύσσεια, Γ 290)
- για το έδαφος, το ομαλό
- για πρόσωπα, ο δίκαιος, ο ορθός, αλλά και ο ισοδύναμος, ισάξιος
- βούλεται ἡ πόλις ἐξ ἴσων εἶναι καὶ ὁμοίων
- ἀλλ᾽ ἴσος ὢν ἴσοις ἀνήρ : αλλά δίκαιος προς τους δίκαιους άνδρας (Σοφ. Φιλοκ.)
- Με προθέσεις:
- το επίρρημα ἲσως: εξίσου, κατά όμοιο τρόπο, ἰσάκις αλλά και πιθανώς (δηλ. με τη νεοελληνική έννοια)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]τό ἴσον και τά ἴσα : ίση διανομή ή ίσα δικαιώματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἰσότης,ότητος ισότητα
- ἰσόω εξισώνω, εξομοιώνω κάτι ή κάποιους και ἰσοῦμαι, αντίστοιχα, γίνομαι ίσος ή όμοιος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]- ἄνισος και στα νεοελληνικά άνισος