ἰσόψυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰσόψυχος < ἴσος + ψυχή

Επίθετο[επεξεργασία]

ἰσόψυχος

ὁ, ἡ ἰσόψυχος, τό ἰσόψυχον