ἱερακόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἱερακόμορφος, -ος, -ον
- ιερακόμορφος, που έχει όψη / μορφή ιέρακα / γερακού
- ἱερακόμορφος θεός: ο θεός Ήλιος της αιγυπτιακής μυθολογίας