ιερακόμορφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιερακόμορφος η ιερακόμορφη το ιερακόμορφο
      γενική του ιερακόμορφου της ιερακόμορφης του ιερακόμορφου
    αιτιατική τον ιερακόμορφο την ιερακόμορφη το ιερακόμορφο
     κλητική ιερακόμορφε ιερακόμορφη ιερακόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιερακόμορφοι οι ιερακόμορφες τα ιερακόμορφα
      γενική των ιερακόμορφων των ιερακόμορφων των ιερακόμορφων
    αιτιατική τους ιερακόμορφους τις ιερακόμορφες τα ιερακόμορφα
     κλητική ιερακόμορφοι ιερακόμορφες ιερακόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιερακόμορφος < ελληνιστική κοινή ἱερακόμορφος

Επίθετο[επεξεργασία]

ιερακόμορφος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]