ἵζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἵζομαι < ἵζω + -ομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sisdō / *sizdō < *sed- (κάθομαι)
Ρήμα[επεξεργασία]
ἵζομαι (παθητική φωνή του ρήματος ἵζω)