ὀρθρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀρθρίζω < αρχαία ελληνική ὄρθρος + -ίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ὀρθρίζω
- ((ελληνιστική κοινή)) ξυπνώ νωρίς το πρωί, πριν από την αυγή