ὀφρυάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀφρυάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ὀφρυάζω (ελληνιστική κοινή)
- κάνω νεύμα με τα φρύδια μου, συνοφρυώνομαι
- κοιτάζω υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀφρυάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.