ὑπερρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπερρέω < ὑπέρ + ῥέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑπερρέω

  • ξεχειλίζω, υπερβαίνω


Συγγενικά[επεξεργασία]