ὠκυτόκιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠκυτόκιος | τὸ ὠκυτόκιον | οἱ, αἱ ὠκυτόκιοι | τὰ ὠκυτόκια |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠκυτοκίου | τοῦ ὠκυτοκίου | τῶν ὠκυτοκίων | τῶν ὠκυτοκίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠκυτοκίῳ | τῷ ὠκυτοκίῳ | τοῖς, ταῖς ὠκυτοκίοις | τοῖς ὠκυτοκίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠκυτόκιον | τὸ ὠκυτόκιον | τοὺς, τὰς ὠκυτοκίους | τὰ ὠκυτόκια |
Κλητική | ὠκυτόκιε | ὠκυτόκιον | ὠκυτόκιοι | ὠκυτόκια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠκυτοκίω | |||
Γενική-Δοτική | ὠκυτοκίοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὠκυτόκιος < ὠκύτοκος
Επίθετο[επεξεργασία]
ὠκυτόκιος,ος,ον
- που διευκολύνει τον τοκετό
- το ουδέτερο (το ὠκυτόκιον) ως ουσιαστικό: το φάρμακο που βοηθά στον γρήγορο, εύκολο τοκετό, που τον επιταχύνει