ὠοσκόπιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠοσκόπιον < αρχαία ελληνική ᾠόν + -σκόπιον ( < σκοπέω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὠοσκόπιον θηλυκό (γενική: ὠοσκοπίου και ὠοσκοπίων)