Byzantine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Byzantine (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
Byzantine (en)
- βυζαντινός
- υπερβολικά περίπλοκος, κατά τρόπο που να θυμίζει τη βυζαντινή διοίκηση
- μηχανορράφος, πανούργος ή ύπουλος