Erfolg
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Erfolg < erfolgen
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Erfolg (de) αρσενικό (πληθυντικός Erfolge)
- η επιτυχία
Erfolg < erfolgen
Erfolg (de) αρσενικό (πληθυντικός Erfolge)