Folge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Folge (de) θηλυκό

  1. σειρά
  2. συνέπεια, επακόλουθο
  3. μέλος μιας σειράς, πχ τηλεοπτικό επεισόδιο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη folgen