Genetiker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Genetiker (de) αρσενικό (θηλυκό Genetikerin)
- (γενετική, επάγγελμα) ο γενετιστής
Genetiker (de) αρσενικό (θηλυκό Genetikerin)