γενετιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενετιστής < γενετική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γενετιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που ασχολείται με τη γενετική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενετιστής