Lettisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lettisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης : lettisch |
Lettisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό