Magisterarbeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Magisterarbeit (de) θηλυκό
- διπλωματική εργασία, δουλειά που γίνεται στο τέλος σπουδών για να πάρει κάποιος το δίπλωμά του