Nachricht

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Nachricht (de) θηλυκό

  • η είδηση, το νέο
    ich bin traurig weil ich keine Nachricht bekommen habe - είμαι λυπημένος γιατί δεν πήρα κανένα νέο