Stellungnahme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Stellungnahme (de) θηλυκό
- στάση, τοποθέτηση σε σχέση με μια γνώμη
Stellungnahme (de) θηλυκό