aceo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aceo < πρωτοϊταλική *akēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ-

Ρήμα[επεξεργασία]

aceo (la)

  1. (κυριολεκτικά) ξινίζω
  2. (μεταφορικά) δυσαρεστώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]