affection

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

affection (en)

  • (μη μετρήσιμο, ενικός) η αγάπη
    He responded positively to the affection we showed him.
    Αντέδρασε θετικά στην αγάπη που του δείξαμε.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

affection (fr) θηλυκό

  1. η αγάπη, η τρυφερότητα
  2. η πάθηση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]