alarmist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alarmist (en)
- που προκαλεί άλλους να ανησυχούν ή να πανικοβάλλονται χωρίς λόγο· διαδοσίας φημών, κινδυνολόγος