alimenty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
alimenty (pl) < (άμεσο δάνειο) γερμανική Alimente < λατινική alimentum
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌalʲĩˈmɛ̃ntɨ/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
alimenty (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό
- η δια νόμου υποχρέωση καταβολής, συνήθως χρηματικής, βοήθειας, η διατροφή